Η βία είναι ένα ζήτημα το οποίο ομολογουμένως στην Κύπρο οι παλαιότεροι το γνωρίζουν απείρως καλύτερα από τις γενιές μετά το 1974. Αυτό δεν είναι απλά μια διαπίστωση αλλά και μια λογική πραγματικότητα, αφού το βιοτικό επίπεδο σε συνδυασμό με την σταθερή σχετικά πολιτική κατάσταση στην Κύπρο τις προηγούμενες δεκαετίες δεν ευνοούσαν την δημιουργία πόσο μάλλον την συντήρηση βίαιων ομάδων. Παρόλα αυτά η βία του συστήματος εκμετάλλευσης που υπάρχει στην Κύπρο σε συνδυασμό με διάφορες παραλλαγές της τυφλής πίστης στην αστική ιδεολογία καλλιεργήθηκαν και είναι ένα μεγάλο ζήτημα για τη νέα γενιά. Όπως και όλα τα ζητήματα, έτσι και η βία δεν θα μπορούσε να παραμείνει ένα ζήτημα αποκομμένο από την συνολική ιδεολογική βάση που κουβαλά ο καθένας/καθεμιά μας.
Μπορούμε να πούμε ότι για την αδυναμία της νέας γενιάς να αντιληφθεί το ζήτημα της βίας, καθοριστικό ρόλο παίζει και αυτή η κολοβή εκπαίδευση που πουλούσε εθνικισμό αλλά ταυτόχρονα δειλία μπροστά σε κάθε αντίσταση, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του μέσου νέου Κύπριου. Αλλά αυτή η εκπαίδευση δεν έπεσε από το πουθενά. Ήταν η πολιτική που ακολουθήθηκε από την κυρίαρχη τάξη της Κύπρου για να προωθήσει τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα πλάνα της για εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν από την εθνικιστική και σκοταδιστική αντίληψη, νιώθουν πολλές φορές απελευθερωμένοι από τα δεσμά του εθνικισμού-σωβινισμού, ωσάν να ήταν τυφλοί και τώρα βλέπουν. Παρόλα αυτά, είναι προφανές ότι πολλές φορές οι αναλύσεις που βλέπουμε να γίνονται δείχνουν πως τρέφουν μια ηθικολογική ρομαντική στάση έναντι της βίας καθεαυτής και αρνούνται να αναπτύξουν ένα λογικό διάλογο από την ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν έχουν με λίγα λόγια αναπτύξει το θάρρος της συνολικής αντίστασης στο σύστημα που τα γεννά και γι αυτό παραμένουν εγκλωβισμένοι στο ιδεολόγημα ότι με την βία δεν αλλάζει τίποτε (σαμπώς και αλλάζει με την ειρηνική υποταγή), αρνούμενοι να δουν τις πραγματικές συνθήκες μέσα από τις οποίες η βία μπορεί να προκύψει. Αντ’ αυτού εστιάζουν σαν άλλοι θεολόγοι ένα δυισμό “καλό/κακό”.
Πόσες φορές έχετε ακούσει μικροαστούς να μιλάνε για τα δικαιώματα των εργατών, αλλά να καταδικάζουν τις απεργίες διότι “παίρνουν ομήρους ολόκληρη την κοινωνία και την οικονομία του τόπου”; Αυτό που εννοούν βέβαια μπορεί να μεταφραστεί με ασφάλεια σε “δεν θέλω την ταλαιπωρία μου, απεργήστε χωρίς να με πλήττετε άμεσα και θα σας στηρίξω λεκτικά”. Ένα άλλο βεβαίως κεφάλαιο είναι η νομικίστικη προσέγγιση, η προσέγγιση η οποία επικαλείται το παράνομο για την αντίσταση. Ίσως το πιο δύσκολο όμως είναι το θέμα της βίας, “να απεργήσετε κόσμια” να κάνετε “ειρηνική διαδήλωση” χωρίς βία που αναπόφευκτα θα φέρει άλλη βία. Είναι αυτό το μονοπώλιο της βίας που κατέχει το αστικό κράτος με σκοπό την διαιώνιση προφανώς του ίδιου του του εαυτού που δεν θέλουν να αλλάξει. Διότι και στα αστικά ΜΜΕ η χρήση βίας από επαναστατικά ή και ριζοσπαστικά κινήματα είναι το “κοινό σημείο” το οποίο χρησιμοποιεί ο κάθε λογής νεοφιλελεύθερος για να μιλήσει περί “άκρων”, όντας βέβαια προστατευμένος πίσω από το γκλομπ του αστικού κράτους και του στρατού. Πέρα από την ανορθολογικότητα αυτής της σκεπτικής υπάρχουν και απτά ιστορικά παραδείγματα τα οποία επικαλούνται όσοι εντέχνως, ίσως και άθελά τους, να τάσσονται στο στρατόπεδο της καθεστηκύας τάξης πραγμάτων. Η αστική τάξη το μόνο που επιδιώκει με τον ψευδή και υποκριτικό φιλειρηνισμό της είναι να αφοπλίσει και να καταστήσει ανυπεράσπιστο τον λαό σε οποιαδήποτε κατάσταση αναγκαστεί να καταφύγει σε τέτοιο αγώνα. Όταν ο αστός επικαλείται την μη βία και την ειρήνη, θέλει να έχει ισχύ μόνο για τους άλλους, τους αντιπάλους του, όχι τον ίδιο. Ενδεικτικό της φιλειρηνικής υποκρισίας των αστών και φιλελευθέρων είναι η ξαφνική απώλεια από την μνήμη τους της τόσο αγαπημένης τους φράσης όταν συμβαίνουν οι πλέον βίαιες και καταστροφικές στιγμές: δεν ακούσαμε κανένα από αυτούς ”να καταδικάζει την βία από όπου κι αν προέρχεται ” στην περίπτωση της ισραηλινής επίθεσης στην Παλαιστίνη, στις νατοικές επεμβάσεις στην Συρία, στο Ιράκ, απέναντι στην ΙΣΙΣ κτλ.
Σε αυτό το κείμενο δεν θα προσπαθήσω να εξηγήσω με Μαρξιστικούς-Λενινιστικούς όρους το ζήτημα της βίας παρά μόνο να θέσω τις βάσεις για κατανόηση ότι είναι κάτι περισσότερο από ένα ζήτημα “καλού/κακού” είτε ψυχολογιστικού χαρακτήρα, είτε ηθικολογικού ρομαντισμού που θα φετιχοποιήσει την βία, αποσπώντας την από το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο που εμφανίζεται και καθιστώντας την μια μεμονωμένη πράξη που είναι απλά θέμα ηθικής επιλογής και όχι γέννημα των συνθηκών, τέκνο της καταπίεσης ή της ανάγκης. Ιστορικά (και είναι βεβαίως προφανές ότι κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν θα επέλεγε την τόσο επικίνδυνη για την ζωή και σωματική ακεραιότητα του βίαιη οδό αγώνα αν είχε την δυνατότητα να επιλέξει μια μη βίαιη) το εργατικό και επαναστατικό κίνημα δεν επέλεξε ποτέ την βία ενώ ζούσε σε ειρηνικά πελάγη κοινωνικής αρμονίας, η βία του καταπιεστή επέλεξε το κίνημα και αυτό ανταποκρίθηκε ανάλογα.
Ποιος διάσημος (καταπονημένος από το σφετερισμό των διδαγμάτων του που γίνεται μη γνωρίζοντας το περιεχόμενο της κατάστασης μέσα από την οποία τα ανέπτυξε) ηγέτης έχει πει αυτή την ατάκα (στον τίτλο);
Μα φυσικά ο αγαπημένος των μικροαστών πασιφιστών:
«Οταν αναφέρομαι στη μη βία» έλεγε «δεν εννοώ να εγκαταλείπουμε τη μάχη αφήνοντας απροστάτευτους αυτούς που αγαπάμε. Ανάμεσα στη βία και τη φυγή του δειλού επιλέγω τη βία» Μ. Γκάντι
Με αυτό δεν θέλω να πω ότι ο Γκάντι προωθούσε την βία σαν ανοικτή πολιτκή παρέμβαση, απλά να σημειώσω την συνθετότητα της πραγματικότητας. Ο αγώνας που ακολούθησε ο Γκάντι, είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο και συμπληρώνετο μάλιστα από ένοπλο αγώνα.
Η φτώχεια έλεγε ο Γκάντι, είναι η χειρότερη βία όλων. Εγώ θα πρόσθετα ότι πρακτικά αλλά και θεωρητικά, με βία (απαλλοτροίωση και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και οργανωμένη βίαη αντίσταση έναντι στην καταστολή των καπιταλιστών) υπάρχει η δυνατότητα να τερματισθεί την φτώχεια.
Αλλά δεν είναι μόνο ο Γκάντι και το παράδειγμα της Ινδίας. Ένας άλλος αγαπημένος (οικειοποιημένος και αυτός) των πασιφιστών δήλωνε,
«χωρίς βία δεν υπάρχει δρόμος για την επιτυχία του λαού της Αφρικής απέναντι στην κυριαρχία των λευκών. Μας είχαν αποκλείσει όλες τις νόμιμες μορφές έκφρασης, με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις και βρεθήκαμε σε μια θέση όπου έπρεπε είτε να αποδεχθούμε μια διαρκή κατάσταση υποταγής ή να αμφισβητήσουμε την κυβέρνηση. Αποφασίσαμε λοιπόν να αμφισβητήσουμε τον νόμο».
«Γιατί θαυμάζουμε όλους τους ανθρώπους που αντιστέκονται; Ολοι μας οι ήρωες ήταν ήρωες που αντιστάθηκαν απέναντι σε καθεστώτα αυθαιρεσίας και παρεβίασαν βεβαίως, νομικιστικά κοιταγμένο, κάποιο νόμο. Μα πολεμάνε ένα καθεστώς που έχει καθιερώσει τη βία. Πώς αλλιώς θα αντιμετωπιστεί αυτό το καθεστώς; Βεβαίως και με μέσα που μπορεί να συνιστούν βία. Αλλά δεν είναι πρωτογενής αυτή η βία. Είναι άμυνα».
Ο λόγος ανήκει στον Νέλσον Μαντέλα που μετά την βίαιη δράση του, είτε σωστά είτε λανθασμένα, είχε αποκλείσει την βία (συνοπτικά θα λέγαμε ότι η δίψα για “εκδίκηση” που βλέπουμε από μέρους μερίδας των καταπιεσμένων ήταν αποτέλεσμα και αποκλειστικό δημιούργημα της βίας του συστήματος των μεγαλοτσιφλικάδων, εξού και το τραγούδι “Kill the Boer”) για την συνέχιση του αγώνα όχι διότι αποκύρητε την βία καθεαυτή αλλά αντιλαμβανόμενος την πολιτική συγκυρία (τόσο στο εσωτερικό όσο και την διεθνή) σε συνδυασμό με την απόφαση που πήρε το κίνημα να αποδεχθεί μια προοδευτική γραμμή έναντι της επαναστατικής. Κατά τα άλλα όσοι θεωρούν ότι ο “νεαρός” βίαιος Μαντέλα δρούσε στα όρια της ανωριμότητας, καλύτερα να εξετάσουν καλύτερα την ιστορία τόσο αυτού όσο και το κινήματος της Ν.Αφρικής αλλά και την κατάσταση που επικρατεί σήμερα από τις αποφάσεις αυτές.
Ακόμη και το ειρηνικό κίνημα των μαύρων στην Αμερική είχε συζητήσει την βία όχι στα στενά όρια που θέτει ένας πασιφιστής
«Δεν πιστεύω» έλεγε χαρακτηριστικά ο Μάρτιν Λούθερ Κίγνκ «ότι υπάρχει κάποιο οργανωμένο σχέδιο (για την πρόκληση επεισοδίων). Οι ταραχές είναι γέννημα των συνθηκών στις οποίες ζούμε. Και όσο διατηρούνται αυτές οι συνθήκες και οι μαύροι ζουν σε αυτό το οικονομικό καθεστώς ύφεσης κάθε πόλη θα μετατρέπεται σε μια πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί με την παραμικρή αφορμή»
Παράλληλα όμως με την δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και την καταστολή του ειρηνικού κινήματος, υπήρχε και ένα ανοικτά ένοπλο κίνημα που έτυχε τεράστιας κατασυκοφάντησης από το κατεστημένο και τα ΜΜΕ. Ίσως από τους πιο συκοφαντημένους αγωνιστές της δικαιοσύνης, ο Μάλκομ Χ και το κόμμα/κίνημα των Μαύρων Πάνθηρων σάρωσε στις περιοχές όπου οι Μαύροι πληθυσμοί έζησαν στο πετσί τους την καταστολή και την κρατική, δομική και παρακρατική βία. Μέσα απ’ την αναγκαιότητα για αυτο-οργάνωση της άμυνας τόλμησαν (μα τι θράσος αυτοί οι άνθρωποι ρε παιδί μου) να πουν ξεκάθαρα, πως δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν βία για να υπερασπιστούν το δίκιο τους. Το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους του Άρη Χατζηστεφάνου εξηγεί την περίπτωση αυτή. Παραθέτω όμως απόσπασμα της ομιλίας του Μάλκομ Χ τον Φεβρουάριο του 1964 με στόχο την αντιμετώπιση της καταπίεσης από τους λευκούς:
“Κοιτάτε τι συμβαίνει τώρα μέσα και γύρω από την Σαϊγκόν και το Ανόι, στο Κονγκό και αλλού. Είναι βίαιοι, όταν τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε κίνδυνο. Αλλά για όλη αυτήν τη βία που εμφανίζουν σε διεθνές επίπεδο, όταν εγώ και εσείς θέλουμε λίγη ελευθερία, μας ζητούν να είμαστε μη βίαιοι. Είναι βίαιοι στην Κορέα, είναι βίαιοι στη Γερμανία, είναι βίαιοι στο Νότιο Ειρηνικό, είναι βίαιοι στην Κούβα, είναι βίαιοι όπου και αν πηγαίνουν. Αλλά όταν έρχεται η ώρα για σένα και για μένα για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας απέναντι στα λιντσαρίσματα, μας λένε να μην είμαστε βίαιοι.
Αυτό είναι ντροπή. Επειδή έχουμε παρασυρθεί ώστε να μην είμαστε βίαιοι, όταν κάποιος σηκώνεται και μιλάει όπως εγώ, λένε, “Γιατί αυτός είναι υπέρ της χρήσης βίας.” Έτσι δεν λένε; Κάθε φορά που θα πάρετε την εφημερίδα σας, θα δείτε κάπου ότι έχουν γράψει ότι είμαι υπέρ της χρήσης βίας. Ποτέ δεν έχω υποστηρίξει κάθε μορφή βίας. Έχω μόνο πει ότι οι μαύροι άνθρωποι οι οποίοι είναι τα θύματα της οργανωμένης βίας που ασκείται πάνω μας από την Κλαν, τα Συμβούλια των πολιτών, καθώς και πολλές άλλες μορφές θα πρέπει να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας. Και όταν λέω ότι πρέπει να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας ενάντια στη βία των άλλων, χρησιμοποιούν όλη τους την δεξιοτεχνία για να κάνουν τον κόσμο να νομίζει ότι κάνω έκκληση για βία, και τέλος (εννοεί χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση). Δεν θα έλεγα σε κανέναν να είναι βίαιος, χωρίς αιτία. Αλλά νομίζω ότι ο μαύρος άνθρωπος σε αυτή τη χώρα, πάνω και πέρα από τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, θα είναι περισσότερο δικαιολογημένος όταν σηκώνεται και αρχίζει να προστατεύει τον εαυτό του, όσους λαιμούς και κεφάλια και αν πρέπει να σπάσει.”
ακόμα ένα απόσπασμα,
«Πού ακούστηκε μια κοινωνική έκρηξη να γίνεται ευγενικά; Προσπαθείτε να περιορίσετε τον Μαύρο μέσα σε ένα γκέτο και να τον υποβάλετε σε όλες τις άδικες συνθήκες που χωράει ο νους. Όταν όμως φτάσει στο μη παρέκει, θέλετε να ξεσπάσει ευγενικά! Θέλετε να εξεγερθεί σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού που κάποιος άλλος έχει επινοήσει». Και αλλού: «Κάθε φορά που κάποιος υποδουλώνεται ή του στερείται η ελευθερία με οποιονδήποτε τρόπο, τότε αυτός ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να καταφύγει σε οποιαδήποτε μέθοδο είναι απαραίτητη ώστε να επανακτήσει την ελευθερία του».
Ο Μάρξ, ακόμη πιο πρίν από όλους τους προαναφερθέντες ίσως είχε βρεί καλύτερα τα λόγια να περιγράψει τον μικροαστό όταν τα είδωλα του στην αναζήτηση για μια “επανάσταση” χωρίς την ουσία της επανάστασης, δηλαδή την κάμψη της αντίστασης των εκμεταλλευτών:
”…Μα οι επαναστατικές απειλές των μικροαστών και δημοκρατικών αντιπροσώπων είναι απλές απόπειρες εκφοβισμού του αντιπάλου. Και όταν πια έχουν χωθεί μέσα στο αδιέξοδο, όταν έχουν εκτεθεί τόσο πολύ που είναι αναγκασμένοι να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους, τότε αυτό το κάνουν με διφορούμενο τρόπο, με τέτοιο τρόπο που περισσότερο απ’ όλα αποφεύγει τα μέσα για την πραγματοποίηση του σκοπού και ψάχνει να βρει προσχήματα για να υποταχτεί. Το εισαγωγικό σάλπισμα που προαναγγέλλει τη μάχη, σβήνει σ’ ένα λιγόψυχο μουρμουρητό μόλις έρθει η ώρα ν’ αρχίσει η μάχη. Οι ηθοποιοί παύουν να παίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους και η δράση του έργου ατονεί ολότελα, σαν ένα φουσκωμένο μπαλόνι που το τσιμπούν με βελόνι” – Μαρξ, 18η Μπρυμαιρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη
Και κάτι περί ηθικής. Είναι ανήθικο να προτρέπουμε τους καταπιεσμένους, αυτους που τρων όλο το ξύλο των κατασταλτικών μηχανισμών, αυτών που δέχονται βομβιστικές επιθέσεις, αυτούς που καίγονται ζωντανοί στα Ιμπεριαλιστικά και καπιταλιστικά καζάνια σε μη βία (ουσιαστικά σε μη αντίσταση). Εαν δεν υπάρχει δόλος και υποκρισία όμως, υπάρχει και μια άλλη πτυχή, αυτή της ηλιθιότητας, που λέει ότι πρέπει να αποκλεισθεί με κάθε τρόπο η προσπάθεια περάσματος σε μια κοινωνία χωρίς εκμεταλλευτές, χωρίς όμως να προτάξουμε αντίσταση στην κυριαρχία τους.
* Για την φώτο στο εξώφυλλο: “The Uprising” του Honoré Daumier, έργο του 1860